- Κεκροπίδης
- ΚέκροψCecropianmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κεκροπίδης — Κεκροπίδης, ὁ (Α) 1. στον πληθ. οἱ Κεκροπίδαι οι απόγονοι τού μυθικού βασιλιά τής Αθήνας Κέκροπος, οι Αθηναίοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρ. όν. Κέκροψ, οπός + κατάλ. ίδης (πρβλ. Κρον ίδης, Ομηρ ίδης)] … Dictionary of Greek